
Ο ΝΑΟΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ KΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα στις Αρκαδικές Βάσσες είναι ένας από τους σπουδαιότερους και πιο φημισμένους της αρχαιότητας. Το μνημείο υψώνεται επιβλητικά σ’ ένα φυσικό πλάτωμα της νοτιοανατολικής πλευράς του όρους Κωτιλίου, σε υψόμετρο 1130 μ. Ο ναός που στέκει αντικριστά στο σημαντικότερο τέμενος των αρχαίων Αρκάδων, αυτό του Λύκαιου Δία, διαδέχτηκε στην ίδια τοποθεσία δύο, τουλάχιστον, παλαιότερους ναούς της αρχαϊκής περιόδου, και λειτούργησε ως ιερό, υπό τη διοικητική μέριμνα των αρχαίων Φιγαλέων, για περισσότερο από έξι αιώνες.
Αφιερώθηκε από τους Φιγαλείς στον Απόλλωνα διότι τους βοήθησε σε πολεμικές διαμάχες με τους Σπαρτιάτες, αλλά και για να ξεπεράσουν μια επιδημική αρρώστια. Η τοποθεσία του μνημείου βρίσκεται στη συμβολή των συγχρόνων ορίων των νομών Ηλείας και Μεσσηνίας, 14 χλμ. νότια της Ανδρίτσαινας και 11 χλμ. βορειοανατολικά των Περιβολίων.
Ο ναός ανεγέρθηκε το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ., και αποδίδεται στον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Το μνημείο αυτό παγκόσμιας ακτινοβολίας, που αποτελεί ένα από τα καλύτερα σωζόμενα κτήρια της κλασικής αρχαιότητας, ήταν το πρώτο στην Ελλάδα που περιλήφθηκε στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ουνέσκο, το 1986.
Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας που τον επισκέφθηκε, θαμπώθηκε από την ομορφιά του και τον κατέταξε δεύτερο μετά της Τεγέας σε κάλλος και αρμονία. Ο ναός ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους κλασικούς ναούς της αρχαιότητας γιατί δεν εμφανίζει ανατολικομεσημβρινό προσανατολισμό αλλά είναι κατασκευασμένος με διεύθυνση από βορά προς νότο, πιθανότατα για λατρευτικούς λόγους που συνδέονται με τις τοπικές παραδόσεις των Αρκάδων, μιας και άλλοι ναοί της περιοχής φέρουν ίδιο προσανατολισμό.
Ο ναός συνδυάζει αρχαϊκά, κλασικά και παραδοσιακά αρκαδικά χαρακτηριστικά. Έτσι προσφέρει ένα ελκυστικό μείγμα του παλιού και του νέου, του αγροτικού και του εκλεπτυσμένου. Η επιμήκης περίπτερη δομή (39,87x16,13 μέτρα) είναι κατασκευασμένη κυρίως από γκρίζο ασβεστόλιθο τοπικής προέλευσης. Η εξωτερική κιονοστοιχία του εξάστηλου ναού ακολουθεί έναν εξαιρετικά αυστηρό δωρικό ρυθμό (οι μετόπες δεν είναι λαξευμένες). Όμως στο εσωτερικό, έξοχης ποιότητας γλυπτική συνταιριάζεται με έναν πιο περίτεχνο αρχιτεκτονικό ρυθμό. Το εμπρόσθιο τμήμα του πρόναου και του οπισθόδομου με δύο κίονες εν παραστάσει (in antis) αναδιατυπώνουν το δωρικό ρυθμό.
Χαρακτηρίζεται λοιπόν ως ναός δωρικός, περίπτερος, εξάστυλος, διπλός εν παραστάσει. Αντιθέτως στον σηκό μια σειρά εντοιχισμένων ιωνικών κιόνων στέκονται απέναντι σε χαμηλούς τοίχους στήριξης. Στο νότιο τμήμα όπου βρίσκεται το άδυτο, οι δύο τελευταίοι ιωνικοί ημικίονες του σηκού σχηματίζουν γωνία 45ο με τους διαμήκεις τοίχους, ενώ ανάμεσά τους έστεκε ένας κορινθιακός κίονας, μόνος στο κέντρο του ναού.
Το κιονόκρανο του κίονα αυτού αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο δείγμα και θεωρείται πρότυπο για όλα τα "Κορινθιακά" μνημεία του ελληνικού, ρωμαϊκού και μεταγενέστερων πολιτισμών. Η διακόσμηση είναι αξιοσημείωτη ειδικά λόγω των διαφορετικών υλικών που χρησιμοποιούνται: οι τοίχοι, οι βάσεις και οι κίονες είναι από ασβεστόλιθο, τα ιωνικά κιονόκρανα και το κορινθιακό κιονόκρανο είναι από μάρμαρο Δολιανών όπως και οι λαξευτές μετόπες της εξωτερικής ζωφόρου του κυρίως ναού, οι πλάκες της ιωνικής ζωφόρου στο εσωτερικό του, και η κεράμωση της στέγης.
Στις αρχές του 19ου αιώνα η ζωφόρος ανασκάφηκε από τα ερείπια και δόθηκε προς πώληση. Τελικά αγοράστηκε από τη βρετανική κυβέρνηση. Στην αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική η ζωφόρος κοσμούσε το εξωτερικό του ναού αλλά στις Βάσσες η ζωφόρος περιέτρεχε το εσωτερικό του σηκού. Η ζωφόρος αναπαριστά δύο θέματα: τη μάχη ανάμεσα στους Έλληνες, με αρχηγό τον Ηρακλή (διακρίνεται από τη λεοντή του) και τις Αμαζόνες και τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων. Το δεύτερο ήταν συχνό θέμα στην αρχαιοελληνική τέχνη και εμφανίζεται στις μετόπες του Παρθενώνα. Εδώ οι γυναίκες των Λαπιθών απεικονίζονται να κρατούν σφιχτά τα μικρά παιδιά τους καθώς προσπαθούν να αντισταθούν στους Κενταύρους. Αν και η απόδοση αυτής της ζωφόρου είναι ανομοιογενής στην ποιότητα, δραματική ζωηρότητα και βίαιη κίνηση διέπουν το όλο σχέδιο. Τα υπερβολικά στροβιλιζόμενα ενδύματα των Λαπιθών γυναικών και των Αμαζόνων απηχούν και ενισχύουν την αίσθηση της κίνησης που χαρακτηρίζει τις ίδιες τις μορφές. Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών ορισμένοι μελετητές παραλλήλισαν τη σύνθεση με στοιχεία του μπαρόκ. Τη ζωφόρο ίσως φιλοτέχνησε ο γλύπτης Παιώνιος, δημιουργός της περιφημης Νίκης που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας.
Ο ναός παρέμεινε σε χρήση κατά τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια όπως φαίνεται από τις επιδιορθώσεις που δεχόταν η κεραμοσκεπή. Με την κατάρρευση της στέγης λόγω της φθοράς των ξύλινων δοκαριών της επήλθε η πρώτη σημαντική καταστροφή. Η ανθρώπινη επέμβαση ήταν ένας άλλος φθοροποιός παράγοντας. Το 1765 ο ναός ταυτίσθηκε επιτυχώς από το Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher. Το 1812 διενεργήθηκαν οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές από τους: J. Foster, C. R. Cockerell, K. H. von Hallerstein, G. Gropius, J. Linckh, O. M. Stackerlberg, και P. O. Brondsted και έφεραν στο φως τις πλάκες της ζωφόρου και το κορινθιακό κιονόκρανο. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο, με τη συγκατάθεση του Βελή πασά, που είχε δωροδοκηθεί για το σκοπό αυτό. Το 1814 η ζωφόρος αγοράστηκε με εντολή του Αγγλου αντιβασιλιά πρίγκηπα Γεωργίου και το 1815 κατέληξε στο Βρετανικό Μουσείο. Ο Άγγλος διανοούμενος Christian Muller χαρακτήρισε την υφαρπαγή των μνημείων πράξη βανδαλισμού, αντίστοιχη με αυτή του λόρδου Έλγιν.
Το 1902 έγινε συστηματική ανασκαφή της περιοχής από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, υπό τους αρχαιολόγους Π. Καββαδία, Κ. Κουρουνιώτη και Κ. Ρωμαίο, ενώ πραγματοποιήθηκαν έως και το 1908 και αναστηλωτικές εργασίες με επικεφαλής τον Ν. Ιωαννίτη, που είχαν ως αποτέλεσμα το μνημείο να πάρει τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα (εικ. 1). Περαιτέρω ανασκαφές έλαβαν χώρα το 1959, 1970 και 1975-80 υπό την διεύθυνση του Ν. Γιαλούρη. Το 1975 ιδρύθηκε η Επιτροπή Συντήρησης Ναού Επικούριου Απόλλωνα ως συλλογικό όργανο του τότε Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών, εντεταλμένο για τον προγραμματισμό και την εποπτεία των αναγκαίων για τη συντήρηση και την προστασία του μνημείου έργων, η λειτουργία της οποίας συνεχίζεται σχεδόν αδιάλειπτα μέχρι σήμερα.